- πτωχεύσαντος
- πτωχεύωto be a beggaraor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπεμπτήριο — το / προπεμπτήριος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. βούλευμα, μετά από αίτηση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το οποίο μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή αποφυλάκιση προφυλακισμένου, με καταβολή εγγύησης 2. πράξη τού δικαστηρίου για προσωρινή απαλλαγή… … Dictionary of Greek
πτωχευτικός — ή, ό, Ν [πτωχεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώχευση («πτωχευτική διαδικασία») 2. φρ. α. «πτωχευτικός συμβιβασμός» η άρση τών διαφορών πτωχεύσαντος εμπόρου και τών δανειστών του, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, στα όρια τής πτωχευτικής… … Dictionary of Greek
συνέλευση — (Νομ.). Ο όρος δηλώνει είτε γενικά τη συνάθροιση του λαού, των μελών ενός σωματείου ή οργανισμού ή των αντιπροσώπων τους προς σύσκεψη, διατύπωση γνώμης ή λήψη αποφάσεων, είτε ειδικότερα, το συλλογικό όργανο που, σύμφωνα με το σύνταγμα, τον νόμο ή … Dictionary of Greek